- ευαπόφυκτος
- εὐαπόφυκτος, -ον (Α)αυτός που διαφεύγει, που ξεφεύγει εύκολα, ο ολισθηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -απο -φυκτος (< απο-φευγω), τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα φυγ- τής ρ. φευγ- (πρβλ. αόρ. β' ἔ-φυγ-ον)].
Dictionary of Greek. 2013.